μεσάζουσα

μεσάζουσα
μεσάζω
to be half-cooked
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέντιουμ — το πρόσωπο που χρησιμεύει ως διάμεσο σε πνευματιστικά ή μεταψυχικά φαινόμενα, ικανό να αντιλαμβάνεται με φαινομενικώς υπερφυσικά μέσα διάφορα υπαρκτά στοιχεία γνώσης και, όπως πιστεύουν οι οπαδοί τού πνευματισμού, τα μηνύματα τών πνευμάτων, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • σιχ — θρησκευτική αίρεση και πολεμική αδελφότητα της κεντροδυτικής Ινδίας, που ιδρύθηκε, με σκοπό να συμφιλιώσει τον ισλαμισμό και τον ινδουισμό, από το Νάνακ Ντεβ (1949 1538), μαθητή του βισνουιστή Καμπίρ, ο οποίος είχε υποστεί την επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”